- κρινοτριανταφυλλάτος
- κρινοτριανταφυλλάτος, -άτη, -άτον (Μ)αυτός που έχει τα χρώματα τού κρίνου και τού τριαντάφυλλου, το πάλλευκο και το κατακόκκινο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρίνο — το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά αρχ. 1. είδος χορικής ορχήσεως 2. είδος άρτου 3.… … Dictionary of Greek